- ἀντισέβομαι
- ἀντισέβομαι,A revere in turn, Epicur.Fr.141.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντισέβομαι — ἀντισέβομαι (Α) ανταποδίδω τον σεβασμό … Dictionary of Greek